Η unposed φωτογραφία γάμου είναι μια πράξη αντίστασης.

Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τη φωτογραφία γάμου σήμερα, χωρίς να αγγίξουμε το θεμελιώδες πρόβλημα του ίδιου του γάμου ως κοινωνικής κατασκευής; Η απάντηση είναι απλή: δεν μπορούμε. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η σημασία της ντοκιμαντερίστικης προσέγγισης. Δεν πρόκειται για μια απλή αισθητική επιλογή — είναι μια θέση απέναντι στον μηχανισμό της φαντασίωσης που δομεί τον θεσμό του γάμου.

Για να το θέσουμε αλλιώς: η στημένη φωτογραφία γάμου, με τη νευρωτική της έμφαση στη συμμετρία, την «τελειότητα» και την αναπαραγωγή εικόνων που θυμίζουν διαφημιστικά καταναλωτισμού, λειτουργεί ως φαντασμαγορική αναπαράσταση της αστικής ευτυχίας. Είναι ο Lacan-ικός φαντασιακός καθρέφτης στον οποίο το υποκείμενο βλέπει αυτό που θα ήθελε να είναι, όχι αυτό που είναι.

Και εδώ μπαίνει η ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία — ως πραγματικό. Όχι με τη μεταφυσική έννοια της «αντικειμενικής καταγραφής», αλλά ως ρήγμα στο φαντασιακό. Είναι η στιγμή που το ζευγάρι δεν ποζάρει, αλλά φωνάζει, ιδρώνει, σκοντάφτει, γελάει με το στόμα γεμάτο φαγητό. Είναι το πραγματικό του Lacan, το ανυπότακτο υπόλειμμα της εμπειρίας που δεν χωρά στο συμβολικό πλαίσιο της «τέλειας μέρας».

Η editorial φωτογράφιση δεν είναι απλώς στημένη. Είναι τοποθετημένη εντός ενός ιδεολογικού πλαισίου. Είναι μια μηχανή αναπαραγωγής του υποδείγματος. Στηρίζεται στην υπόρρητη προϋπόθεση ότι η αγάπη πρέπει να έχει συγκεκριμένη μορφή: το βλέμμα να κοιτά προς τα δεξιά, το φόρεμα να κυλά σαν νερό, το ηλιοβασίλεμα να υπάρχει γιατί έτσι πρέπει. Όμως τι γίνεται όταν δεν υπάρχει ηλιοβασίλεμα; Τι γίνεται όταν βρέχει; Η editorial αφήγηση καταρρέει. Η ντοκιμαντερίστικη, όμως, γεννιέται εκεί.

Σκεφτείτε το εξής: όταν βλέπουμε μια στημένη φωτογραφία γάμου, στην ουσία δεν βλέπουμε το ζευγάρι — βλέπουμε μια σκηνοθεσία. Αυτό που καταγράφεται δεν είναι η σχέση, αλλά η προβολή μιας επιθυμίας: «έτσι θα έπρεπε να είναι». Είναι το ψευδογεγονός, όπως το περιγράφει ο Baudrillard — το simulacrum της τελετής, όπου το πρωτότυπο έχει ήδη εξαφανιστεί.

Αντιθέτως, η ντοκιμαντερίστικη εικόνα είναι βρώμικη. Είναι θόρυβος. Είναι ανεξέλεγκτη. Και γι’ αυτό είναι αληθινή. Καταγράφει τον γάμο όχι ως θέαμα, αλλά ως γεγονός — και μάλιστα ως τραυματικό γεγονός. Γιατί ο γάμος, φίλοι μου, είναι τραύμα. Είναι μια σύγκρουση δύο υποκειμενικοτήτων με όλα τους τα φαντάσματα, όλες τους τις αποσκευές, να ενώνονται — ή να συγκρούονται — μέσα σε μια τελετή. Και η ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία, ακριβώς επειδή δεν προσπαθεί να καλύψει το τραύμα αυτό, είναι ειλικρινής. Είναι βίαιη. Είναι πολιτική.

Θα μπορούσε κανείς να πει: "Μα δεν υπάρχει τίποτα το πολιτικό σε έναν γάμο. Είναι μια ιδιωτική στιγμή." Αλλά αυτό είναι το λάθος. Το πιο ισχυρό ιδεολογικό πεδίο είναι το ιδιωτικό. Εκεί παράγονται οι πιο βαθιές μορφές κανονικοποίησης. Ο γάμος, ως θέσφατο ετεροκανονικότητας, αναπαράγει κάθε λογής κοινωνικές νόρμες: από το φύλο, το ντύσιμο, την οικογένεια, μέχρι την έννοια της ευτυχίας. Η φωτογραφία είναι απλώς ο μηχανισμός που παγιώνει αυτές τις αναπαραστάσεις.

Και όμως — η ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση δεν υπακούει. Είναι ρήγμα. Είναι ανυπακοή. Δεν σου λέει πού να σταθείς. Δεν σε φωτίζει τεχνητά. Δεν σου ζητά να ξαναφιλήσεις «αλλά πιο κοντά στο παράθυρο». Σου λέει: ζήσε. Και θα σε πιάσω όπως είσαι. Ακόμα κι αν τρέμεις. Ακόμα κι αν ιδρώνεις. Ακόμα κι αν φοβάσαι. Και μέσα σε αυτό το Real, εκεί γεννιέται η ομορφιά.

Στην τελική, το ερώτημα δεν είναι «ποια φωτογραφία είναι καλύτερη». Το ερώτημα είναι: τι ζωή θέλεις να θυμάσαι; Μια ζωή που μοιάζει με εικόνα ή μια εικόνα που εμπεριέχει τη ζωή;

Previous
Previous

Πώς να επιλέξεις νυφικό χωρίς να χάσεις το μυαλό σου

Next
Next

Οδηγός επιβίωσης για κουμπάρους: από το “θα βάλεις τις βέρες” στο “θα πληρώσεις και το μισό μπουφέ”